- πυλαϊκός
- πῠλᾱϊκός, ή, όν,A silly,
ὀχλαγωγία Plu.Pyrrh.29
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀχλαγωγία Plu.Pyrrh.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυλαϊκός — ή, όν, Α [Πύλαι / πυλαία] 1. ο σχετικός με την πυλαία, δηλ. με τη σύνοδο τού αμφικτιονικού συνεδρίου στις Θερμοπύλες 2. αγύρτικος, ψεύτικος … Dictionary of Greek
πυλαικοῦ — πυλᾱϊκοῦ , πυλαικός silly masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλαικῆς — πυλᾱϊκῆς , πυλαικός silly fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλαική — πυλᾱϊκή , πυλαικός silly fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλαικήν — πυλᾱϊκήν , πυλαικός silly fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)